- εύκνημος
- -η, -ο (Α εὔκνημος, -ον)αυτός που έχει καλές, ωραίες κνήμες («εὐκνήμου... ποδός», Ανθ. Παλ.)αρχ.1. (για ανδριάντες) αυτός που έχει ωραία σκέλη, γερές κνήμες2. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὔκνημοςείδος φυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κνημος (< κνήμη), πρβλ. λεπτό-κνημος, λευκό-κνημος].
Dictionary of Greek. 2013.